Γένους θηλυκού μια παιδούλα του συρμού
Σε καημούς λάγνου κορμιού με ταξίδευε για αλλού
Πιάνονταν με τα φεγγάρια και κερνούσε παλικάρια
Λουλουδένιους τους καρπούς και αλάργητους χορούς

Φεγγαρένια, Φεγγαρένια, με τα χρυσωμένα χτένια
Γύρνα πίσω και ας φοβάμαι πως μονάχος κι έτσι θα ‘μαι

Προχωράν οι συγκυρίες στου καιρού τις συγχορδίες
Και ταιριάξαμε μαζί στης σελήνης τη γιορτή
Μα οι πρώτοι οι βοριάδες και οι πρώτες οι καντάδες
της φουσκώσαν τα μυαλά και τα φάλτσα αρχινά

Φεγγαρένια, Φεγγαρένια, με τα χρυσωμένα χτένια
Γύρνα πίσω και ας φοβάμαι πως μονάχος κι έτσι θα ‘μαι