Νίκος Ξυλούρης-Οι πόνοι της Παναγιάς

Thread: Νίκος Ξυλούρης-Οι πόνοι της Παναγιάς

Tags: None
  1. pralina's Avatar

    pralina said:

    Default Νίκος Ξυλούρης-Οι πόνοι της Παναγιάς

    Στίχοι: Κώστας Βάρναλης
    Μουσική: Λουκάς Θάνου
    Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
    Άλλες ερμηνείες: Γιάννης Χαρούλης

    Πού να σε κρύψω γιόκα μου
    να μη σε φτάνουν οι κακοί
    σε ποιο νησί του ωκεανού
    σε πια κορφή ερημική.

    Δε θα σε μάθω να μιλάς
    και τ' άδικο φωνάξεις
    ξέρω πως θα χεις την καρδιά
    τόσο καλή τόσο γλυκή
    που μες τα βρόχια της οργής
    ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.

    Συ θα'χεις μάτια γαλανά
    θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
    θα σε φυλάω από ματιά κακή
    και από κακό καιρό

    Από το πρώτο ξάφνιασμα
    της ξυπνημένης νιότης
    δεν είσαι συ για μάχητες
    δεν είσαι συ για το σταυρό
    εσύ νοικοκερόπουλο
    όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

    Κι αν κάποτε τα φρένα σου
    το δίκιο φως της αστραπής
    κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
    παιδάκι μου να μην τα πεις

    Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
    το φως να το σηκώσουν
    δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
    απ' την αλήθεια της σιωπής
    χίλιες φορές να γεννηθείς
    τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν


    can somone do translation of this song? thanks
     
  2. pralina's Avatar

    pralina said:

    Default

    Ξυλούρης sings one part of Κώστας Καρυωτάκης poem.
    hope someone will transate it

    Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ
    (1)

    Παλιὸ ἡ ψυχή μου γράμμα εἶναι κι ἐγράφη
    σὲ μία παρθένα ὡραία -- εὐγενικὴ
    παρθένα -- ποὺ γιὰ λύπη ἐρωτικὴ
    τὸ μοναστήρι ἐδιάλεξεν, ἐτάφη.

    Τί τώρα κι ἂν ἀσπρίζουνε οἱ κροτάφοι;
    Τὸ τότε κι ἂν ἡ μοῖρα ἦταν κακή;
    Ἕνα συρτάρι ἐβένινον ἐκεῖ
    τῶν ἀναμνήσεων κρύβει τὸ χρυσάφι.

    Τὴν ὥρα ποὺ γεμίζουν ἴσκιο οἱ θόλοι,
    καθισμένη σὲ πέτρα τὸ κοιτᾷ,
    τὸ σφίγγει στὰ ὠχρὰ χέρια κλαίοντας ὅλη.

    Ἔπειτα, ἐνῷ, μὲ βλέφαρα κλειστά,
    τὸ φευγαλέο της ὅραμα κρατᾷ,
    σηκώνεται καὶ πάει στὸ περιβόλι.
    (2)

    Μὲ τὸν καιρὸ ποὺ πρόσχαρη ἦταν νέα
    -- ἀλίμονο! -- γιὰ νὰ ἀναμετρηθεῖ,
    γιὰ νά ῾βρει ἕνα σκοτάδι πιὸ βαθύ,
    σέρνεται πρὸς τὴν πένθιμη ἀλέα.

    Βαριὰ στὴ ζωή της ἔπεσε ἡ αὐλαία
    κεῖ δὲν μπορεῖ καλὰ νὰ θυμηθεῖ.
    Τὸ χεῖλος, μόνο ξέρει, δὲν ἀνθεῖ,
    δὲν εἶναι πιὰ τὰ μάτια της ὡραῖα.

    Κι ὅπως τὰ δέντρα ὁλόγυρα σιωποῦν,
    ἔτσι ποτὲ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ τὴ χάνει,
    ποτὲ δὲ θά ῾ρθουν ἄνθρωποι νὰ ποῦν.

    Ἄχ, μήτε τ᾿ ὄνομά του ἐδῶ δὲ φτάνει!
    Νὰ ζεῖ; Καὶ πάντα νὰν τὸν ἀγαποῦν;
    Μὴν ἔχει τάχα -- σὰν αὐτὴ -- πεθάνει;
    (3)

    Εἶσαι, ψυχή μου, ἡ κόρη ποὺ τὴ σβήνει
    ὁλοένα κάποιος ἔρωτας πικρός,
    ποὺ λησμονήθηκε κοιτώντας πρὸς
    τὰ περασμένα, κι ἔτσι θ᾿ ἀπομείνει.

    Κατάμονη σὲ μι᾿ ἄκρη, ὅπως ἐκείνη,
    σὲ παρατοῦν ὁ κόσμος, ὁ καιρός.
    Ἕνας ἀκόμη θά ῾σουνα νεκρός,
    ἂν οἱ νεκροὶ δὲν εἶχαν τὴ γαλήνη.

    Σὰν ἀδερφούλα ἡ κόρη αὐτὴ σοῦ μοιάζει
    ποὺ γέρνει, συλλογίζεται καὶ ἀργεῖ
    χαμένην εὐτυχία νὰ νοσταλγεῖ.

    Δικό σου λέω, ψυχή μου, εἶναι μαράζι
    ὅσα, τὸ βράδυ, δάκρυα, τὴν αὐγή,
    στὰ ρόδα κατεβαίνει καὶ μοιράζει.