Last edited by asasas; 05-13-2014 at 02:25 PM.
Ο πρώτος και ο τελευταίος μοϊκανός
Ήταν ο άνθρωπος που κάθοταν εκεί σκυφτός
Είχε στη σκέψη του τη μέρα και ήταν όλα φως
Μα σαν ήρθε το σκοτάδι απέμεινε μοναχός
Βυθίστηκε στη σκέψη και μετά στο χαμό
Στα χαλάσματα του βάθους δεν βρήκε λυτρωμό
Ζητάει ένα χέρι μια βοήθεια λίγη αγάπη
Να μπορέσει και αυτός να γίνει ένα, μακάρι
Όλο κλαίει, που δεν μπορεί να λέει
Σ' αγαπώ ούτε στον ίδιο τον εαυτό του
Κάποιος φταίει, σε ένα γραφείο ακριβό
Και γελάει ο μαλάκας αντί να κλαίει
Για το φτωχό
Βυθίστηκε στους δρόμους που τράβηξαν άλλοι
Στην Αγάπη δεμένος πάντα κυνηγημένος
Τραβάει σταυρό στο Γολγοθά κάποιου άλλου
Απολαμβάνει τα λάθη που ποτέ δεν είχε πάθη
Μετά μένει μόνος μες του άλλου το δρόμο
Που τραβάει σαν ξένος όλο κυνηγημένος
Τον παίρνω απ' το χέρι τον τραβάω στα δάση
Και του δίνω απλόχερα όση έχω αγάπη
Όλο κλαίει, που δεν μπορεί να λέει
Σ' αγαπώ ούτε στον ίδιο τον εαυτό του
Κάποιος φταίει, σε ένα γραφείο ακριβό
Και γελάει ο μαλάκας αντί να κλαίει
Για το φτωχό
Ο πρώτος και ο τελευταίος μοϊκανός
Ήταν ο άνθρωπος που κάθοταν σκυφτός
Κλαίει μονος, τον πιανει ο πονος
Κάθεται μόνος, κάποιοι γελάνε
Χωρίς κραύγη, σε μια γωνιά,
Παρακαλάει δυνατά, σιγανά, ψιθυριστά
Ο μοϊκανος, ήταν σκυφτός και αυτοι γελάνε, όλο γελάνε
Δικαιοσύνη για κανένα στο πουθενά, μακριά απ’ το θεο
Σ'αυτή τη γη, είμαστε όλοι περαστικοί