Vocabulary - Greek expressions

Thread: Vocabulary - Greek expressions

Tags: None
  1. maria_gr's Avatar

    maria_gr said:

    Arrow Vocabulary - Greek expressions

    This is a thread with Greek words, expressions and their meanings. I'll try to write as much as I can and remember. When I have time I'll expand it. For the moment this thread is closed, when I finish with all the letters I'll open it and then you can ask anything you want.

    -A-

    αβγό=egg
    ~ σιγά τ' αβγά - we use it to declare that something isn't important
    ~ κάτσε στ' αβγά σου [=sit on your eggs] - we say it when somebody is involved in someone else's business, behave well
    ~ αβγά σου καθαρίζουν; - we say it when somebody laughs without any obvious reason
    ~ ακόμη δε βγήκες απ' το αβγό σου - we say it when a kid behaves as if he knows everything while he hasn't experienced anything in his life yet
    άβυσσος=abyss
    ~ στο χείλος της αβύσσου - just a bit before the destruction
    άγαλμα=statue
    ~ αφήνω [κπ] άγαλμα - we say it when somebody is very surprised and he stays still
    αγάπη=love
    ~ πουλώ αγάπη - I pretend to love sb
    αγαπώ=to love
    ~ όπως αγαπάς=as you wish
    άγγελος=angel
    άγιος=saint
    ~ κάνω τον άγιο - I pretend to be nice
    αγκαλιά=embrace, hug
    αγκαλιάζω=to embrace
    αγνός=pure
    ~ αγνή ψυχή - we say it when a person is very good
    άγνωστος=unknown
    αγορά=market
    αγοράζω=to buy
    ~ αγρόν ηγόραζα - we say it when someone is busy with insignificant issues and he ignores the important ones
    ~ πουλώ και αγοράζω [κπ] - when somebody guides the others, he does with them whatever he wants
    αγοραφοβία=the fear of the crowded places [I have agoraphobia ]
    αγύριστος=not returned [object]
    ~ στον αγύριστο! - go to hell!, Get lost!, Go away and don't come back!
    ~ αγύριστο κεφάλι - a stubborn person
    αέρας=air
    ~ αλλάζω τον αέρα μου - I go somewhere else [I travel] to get some rest and see something different
    ~ παίρνουν τα μυαλά μου αέρα - I think that I'm better than I really am, I become arrogant
    ~ λόγια του αέρα - words without importance, drivel
    αθώος=innocent
    ~ αθώα περιστερά - somebody who pretends to be innocent
    αθωώνω=to acquit sb
    αίμα=blood
    ~ βράζει το αίμα μου - I'm full of life and energy
    ~ πίνω το αίμα κπ - I exploit sb without any mercy
    ~ δίνω το αίμα μου για κπ - I sacrifice myself, I do everything for sb else
    ~ φτύνω αίμα - we say it when something troubles us very much
    ~ παγώνει το αίμα μου - I get scared
    ~ μου κόψες το αίμα - you scared me to death
    ~ πνίγομαι στο αίμα - I'm bleeding very much
    ~ παίρνω το αίμα μου πίσω - I take revenge
    ~ το 'χω στο αίμα μου - it's in my dna
    ~ σιγά τα αίματα! - what a big deal!, we say it when we want to lessen the importance of something
    αιμορραγώ=to bleed
    αίσθημα=feeling
    ~ τρέφω αισθήματα για κπ - I have feelings for sb
    ~ παίζω με τα αισθήματα κάποιου - I play with sb's feelings
    ακούω=to hear
    αλεπού=fox
    ~ πονηρή αλεπού - we call like this a cunning person
    ~ όσα δε φτάνει η αλεπού... - we say it when somebody says that smth doesn't deserve the trouble and in reality he can't do it
    αλήθεια=truth
    ~ η μαύρη/πικρή αλήθεια - when the truth hurts, but however we have to tell it
    αλλάζω=to change
    ~ αλλάζω γνώμη/άποψη - I change my mind
    ~ αλλάζω/γυρίζω σελίδα - I totally change my life and begin from the beginning
    άλογο=horse, something without reason
    ~ πράσινα άλογα [=green horses ] - something which isn't true, without any reason, exaggeration
    άλφα=a, the first letter of the Greek alphabet
    ~ άλφα άλφα - something of very good quality
    ~ το άλφα και το ωμέγα - the beginning and the ending of smth
    ανάβω=to light
    ~ ανάβουν τα αίματα - they get really angry and quarrel
    ~ μου ανάβουν τα λαμπάκια - I get on my nerves
    ~ την ανάβω σε κπ - I shoot sb
    ~ ανάβω φωτιές - I cause trouble
    αναπνέω=to breathe
    αναπνοή=breath
    ~ κρατώ την αναπνοή μου - I hold my breath, I don't breath for a while [we also say it when we expect to hear great/important news]
    ~ σε απόσταση αναπνοής - very close, small distance
    ~ μου κόβεται η αναπνοή - I stop breathing for a while cause of health problems or terror or perhaps surprise
    ανάποδα=upside down, backwards, inside out
    ~ παίρνω ανάποδες - I get on my nerves
    ~ ξυπνώ ανάποδα - I wake up with bad mood
    ~ παίρνω κάτι απ' την ανάποδη - I misunderstand smth
    ~ ξέρω κάτι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη - I know smth very well
    ανάσα=breath [same with αναπνοή]
    ανασαίνω=to breathe
    άνδρας and άντρας=man
    ανεβαίνω=to go up, to rise
    ~ μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι - I get very angry
    άνεμος=wind
    ~ μιλάμε περί ανέμων και υδάτων - we have a light chat about everything and nothing in particular
    ~ είμαι όπου φυσάει ο άνεμος - I'm not a stable person
    ~ ούριος άνεμος - propitious conditions
    άνεση=comfort, convenience
    ~ με την άνεσή σου! - take your time!
    άνετος=comfortable
    ~ το παίζω άνετος - I pretend to be cool
    άνοιγμα=opening
    ανοίγω=to open
    ~ ανοίγω τα μάτια - literally: I open my eyes, metaphorically: I see the truth
    ~ ανοίγω την καρδιά μου σε κπ - I open myself to sb, I tell him my secrets, thoughts and fears
    ~ ανοίγω το στόμα μου - literally: I open my mouth, metaphorically: I reveal secrets
    ~ ανοίγω βιβλίο - I study
    ~ ανοίγω πληγές - I bring back painful memories
    ~ ανοίγω τα χαρτιά μου - I reveal my intentions on smth
    ~ ανοίγουν οι ουρανοί - it rains a lot
    ~ ανοίγω το κεφάλι κάποιου - I hit sb badly
    ~ άνοιξε η γη και τον κατάπιε! - He disappeared!
    αντέχω=to bear
    αντιπροσωπεύω=to represent
    αξία=value, virtue
    αξίζω=to deserve, to worth
    ~ αξίζει τον κόπο - it worths all the trouble, to fight for it
    ~ δεν αξίζει μία - it doesn't worth it
    άξιος=deserving, capable
    ~ είμαι άξιος της μοίρας μου - I deserve what I'm going through
    απάντηση=answer
    απαντώ=to answer
    αρπάζω=to catch, to grab
    ~ την αρπάζω - I get sick, I catch a cold
    ~ τις άρπαζω - sb beats me
    ~ αρπάζομαι εύκολα - I get mad easily
    αρχή=beginning
    ~ κατ' αρχάς - firstly [when we want to say something important before we say all the others]
    ~ κατ' αρχήν - firstly [when we want to say smth in general before we go to the main subject]
    ~ κάνω την αρχή - I start
    ~ απ' την αρχή - from the beginning
    ~ στην αρχή - at the beginning
    αρχίζω=to start, to begin
    άσπρος=white
    ~ άσπρη μέρα - happy moment
    αύριο=tomorrow
    ~ από αύριο σε αύριο - when we postpone always smth
    αφήνω=to let, to leave
    ~ αφήνω την τελευταία μου πνοή - I die
    ~ αφήνω χρόνους - I die
    ~ αφήνω στην τύχη - I give up on smth and I let fate to "decide" about it
    ~ αφήνω κάποιον στο δρόμο - I abandon sb
    ~ αφήνω κάποιον στο σκοτάδι - I don't inform sb about smth, I don't tell him the truth [without to lie of course]
    ~ αφήνω εποχή - I become well known because of my actions
    ~ αφήνω κπ στον τόπο - I kill sb
    ~ άσ' το - drop it! leave it!
    ~ αφήνω κτ στην άκρη - I put aside smth
    αφορμή=cause, motive, reason
    ~ ψάχνω αφορμή - I look for a motive to do smth
    ~ δίνω αφορμή - I give the right to sb to do smth
    αφτί=ear
    ~ μου μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά - I start to have suspicions
    ~ δεν ιδρώνει τ' αφτί μου - I don't care about everything I hear
    ~ είμαι όλος αφτιά - I listen carefully
    ~ υπερήφανος στ' αφτιά - we say it when sb doesn't hear well
    ~ χαϊδεύω τ' αφτιά κπ - I flatter sb, I tell him what he wants to hear
    ~ πέφτουν τ' αφτιά μου - Ι'm humiliated
    ~ χρεωμένος ως τ' αφτιά - I have many debts
    ~ παίρνω τ' αφτιά κάποιου - I talk much or make noise and I bother sb
    ~ στήνω αφτί - I overhear
    Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης.

    ~Δημόκριτος~
  2. maria_gr's Avatar

    maria_gr said:

    Default

    -Β-

    βάζω=to put, to place, to set
    ~ βάζω φωτιά - I start a fire
    ~ βάζω νερό στο κρασί μου - I compromise
    ~ το βάζω στα πόδια - I run away, I withdraw
    ~ βάζω στο μάτι κτ - I see smth that I like and I want to have it
    ~ βάζω στο μάτι κπ - I'm planning to do smth bad to other person I don't like
    ~ βάζω μπρος - I start
    ~ βάζω σε τάξη - I put in order
    ~ βάζω στοίχημα - I bet
    ~ βάζω τα δυνατά μου - I do my best
    ~ βάζω ένα χεράκι - I help
    ~ βάζω κακό στο νου μου - when I think that smth bad happened
    ~ βάζω τις φωνές - I start yelling loud
    βαράω=to beat
    ~ μου τη βάρεσε! - something possessed me! When smth happens and I have a weird behaviour
    βαριέμαι=to be tired/sick of smth
    ~ δε βαριέσαι! - Don't you worry!
    ~ βαριέμαι του θανατά - I'm bored to death
    ~ βαριέμαι που ζω - I'm really bored and I have no interests
    βάφω=to dye
    ~ την έφαψα! - I'm in a fix!
    ~ τα βάφω μαύρα - I'm very sorry/sad about smth
    βγάζω=to take off/out
    ~ βγάζω το σκασμό - I shut up
    ~ τη βγάζω καθαρή - I escape, I save myself
    ~ βγαίνω λάδι - I manage to acquit from charges but in reality I'm not that innocent
    ~ βγάζω στη φόρα - I reveal the truth in public
    ~ βγαίνει βρόμα - there are rumors about smth
    ~ μου βγαίνει η πίστη - I'm very exhausted/worn out
    ~ βγάζω απ' τη μέση κπ - I take care of sb, I eliminate him
    ~ βγαίνω απ' τα ρούχα μου - I'm indignant/angry
    ~ βγάζω τ' άντερά μου - I puke
    ~ βγάζω φωτογραφία - I take a photo
    ~ βγάζω την ουρά μου απ' έξω - I avoid to get involved in smth
    ~ βγάζω στο σφυρί - I sell out
    ~ τα βγάζω πέρα - I make a living, I overcome the problems
    βήμα=step
    ~ κάνω τα σωστά βήματα - I do the right things
    ~ είναι δυο βήματα - it's very close
    βηματίζω=to step
    βλέμμα=glance, look
    βλέπω= to see
    ~ την έχω δει [κάπως] - I think I'm the best, I become arrogant
    ~ δε βλέπω την ώρα - I'm looking forward
    ~ τα βλέπω σκούρα - I face difficulties
    ~ πώς την έχεις δει; - who do you think you are?
    ~ κάνω πως δεν βλέπω - I pretend I know nothing
    ~ δε βλέπω πέρα απ' τη μύτη μου - I can't see, I pretend not to see
    βόλτα=walk
    ~ τα φέρνω βόλτα - I manage to make my living
    ~ φέρνω κάποιον βόλτα - I win sb over, I make him to do what I want
    ~ φέρνω βόλτες - I dance
    ~ παίρνω την κάτω βόλτα - I get worse
    ~ παίρνω την πάνω βόλτα - I improve, I get better
    βουνό=mountain
    ~ παίρνω τα όρη τα βούνα - I go far away
    ~ τύχη βουνό - luck
    βρέχω=to wet
    ~ τις βρέχω σε κάποιον - I beat sb
    ~ βρέχει καρεκλοπόδαρα - it's raining too much
    ~ βρέχει - it's raining
    ~ βρεγμένος ως το κόκαλο - soaking wet
    βρίσκω=to find
    ~ τα βρίσκω σκούρα - I face difficulties
    ~ βρίσκομαι σε ανάγκη - Ι'm in a great need of smth
    ~ καλώς σε βρήκα - I'm glad i found you, it's good to see you
    ~ τα βρίσκω με κάποιον - I make it up with sb
    βροντάω=to thunder, to make noise
    ~ τα βοντώ όλα - I abandon everything, I give up on everything
    ~ βροντώ κι αστράφτω - I get angry
    Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης.

    ~Δημόκριτος~
  3. maria_gr's Avatar

    maria_gr said:

    Default

    -Γ-

    γάιδαρος=donkey
    ~ σκάω γάιδαρο - I'm very stubborn
    ~ δένω το γάιδαρό μου - I relax, because I've secured my job etc.
    ~ κατά φωνή κι ο γάιδαρος! - speak and the devil!
    ~ είμαι γάιδαρος με περικεφαλαία - I'm very rude
    γάτα=cat
    ~ είμαι γάτα με πέταλα - I'm very smart/cunning
    ~ είμαι σαν βρεγμένη γάτα - I'm very embarrassed
    ~ σκίζω τη γάτα - I assert myself
    γεια=hello, goodbye
    ~ με γεια - with good health: it's a wish we make when sb obtains something new
    ~ γεια χαρά - farewell, goodbye
    ~ γεια στα χέρια σου - your hands to be healthy: it's a wish we make when sb cooks well or embroiders etc.
    ~ γεια στο στόμα σου - your mouth to be healthy: it's a wish we make when sb says wise words
    γερός=strong, healthy, fit
    ~ είμαι γερό ποτήρι - I drink much alcohol
    ~ είμαι γερό πηρούνι - I eat much
    ~ κάνω γερή μπάζα - I obtain a lot of money with illegal means
    γίνομαι=to become
    ~ γίνομαι έξω φρενών - I get very angry
    ~ γίνομαι θηρίο - I get very angry
    ~ γίνομαι Τούρκος - I get very angry
    ~ γίνομαι λούης - I disappear, I run away
    ~ γίνομαι καπνός - I disappear, I run away
    γλυκός=sweet
    ~ κάνω τα γλυκά μάτια - Ι flirt
    γλώσσα=tongue, language
    ~ έχω μεγάλη γλώσσα - I'm very insolent
    ~ μπερδεύω τη γλώσσα μου - I lose my words, I make mistakes while I'm speaking
    ~ φάε τη γλώσσα σου! - eat your tongue! don't be such a jinx and stop talking about bad things!
    ~ δε βάζω γλώσσα μέσα μου - I speak unceasingly
    ~ βγάζω γλώσσα - I speak in a rude way, I make fun of sb by showing him my tongue
    γρυ=nothing [the sound that pigs make ]
    ~ δεν καταλαβαίνω γρυ - I understand nothing
    ~ δεν ξέρω γρυ - I know nothing
    Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης.

    ~Δημόκριτος~
  4. maria_gr's Avatar

    maria_gr said:

    Default

    δαγκώνω=bite
    ~ δαγκώνω τη λαμαρίνα - I fall in love
    δάκρυ=tear
    ~ κλαίω με μαύρο δάκρυ - I cry full of grievance and pain
    δάχτυλο=finger
    ~ παίζω κάτι στα δάχτυλα - I know smth very well/by heart
    ~ είναι για να γλείφεις τα δάχτυλά σου - It's very delicious
    ~ βάζω το δάχτυλό μου - I interfere in a situation
    ~ κρύβομαι πίσω απ' το δάχτυλό μου - I hide smth which is obvious and everybody know about it
    δείχνω=to show
    ~ θα σου δείξω εγώ - I'll take care of you sooner or late (it's a threat)
    ~ δείχνω την πόρτα σε κάποιον - I ask from sb to leave
    ~ δείχνω τα δόντια μου σε κάποιον - I show my strength to sb
    δένω=to tie
    ~ δένω κάτι κόμπο - I take smth for granted
    διάβολο=devil
    ~ βρίσκω το διάβολό μου - I'm in trouble
    ~ τραβώ το διάβολό μου - I endure very difficult moments
    ~ διάβολε - damn it
    ~ κατά διαβόλου - from the bad to worse, when smth is getting worse and worse
    ~ στου διαόλου τη μάνα - when smth is far away
    ~ διαόλου κάλτσα - a cunning person
    δίκη=trial
    ~ μηδενί δίκην δικάσης, πριν αμφοίν μύθον ακούσης - Don't condemn someone before you hear both sides/stories (my favourite proverb )
    δίνω=to give
    ~ δίνω το αίμα μου για κάποιον - I sacrifice myself for sb
    ~ δίνω ένα χεράκι - I give a hand/help
    ~ δίνω το λόγο μου - I give my word/promise
    ~ δίνω σε κάποιον τα παπούτσια στο χέρι - I throw out sb
    ~ δε δίνω δεκάρα - I don't give a sh*t, I don't care
    ~ δίνω πόδι - I throw sb out
    ~ δίνω δρόμο - I throw sb out
    ~ δίνω τόπο στην οργή - I draw back
    ~ του δίνω - I leave immediately
    ~ μου τη δίνει - it drives me crazy, it makes me angry
    ~ μου τη δίνει στα νεύρα - it makes me angry
    ~ δίνω μια σε κάποιον - I beat sb
    ~ δίνω ένα χέρι ξύλο - I beat sb
    δουλειά=work, job
    ~ κάνε δουλειά σου! - Mind your own business!
    ~ να κοιτάς τη δουλειά σου! - Mind your own business!
    ~ τη βλέπω τη δουλειά - I see the problem
    δρόμος=road, street
    ~ πετώ κάποιον στο δρόμο - I evict sb from his house

    *TO BE CONTINUED*
    Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης.

    ~Δημόκριτος~